- επουλωτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που επουλώνει, ο κατάλληλος για επούλωση, που συντελεί σ' αυτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επουλωτικός — ή, ό (AM ἐπουλωτικός, ή, όν) ο κατάλληλος για επούλωση, αυτός που επουλώνει … Dictionary of Greek
ἐπουλωτικά — ἐπουλωτικός promoting cicatrization neut nom/voc/acc pl ἐπουλωτικά̱ , ἐπουλωτικός promoting cicatrization fem nom/voc/acc dual ἐπουλωτικά̱ , ἐπουλωτικός promoting cicatrization fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικώτερον — ἐπουλωτικός promoting cicatrization adverbial comp ἐπουλωτικός promoting cicatrization masc acc comp sg ἐπουλωτικός promoting cicatrization neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικῶν — ἐπουλωτικός promoting cicatrization fem gen pl ἐπουλωτικός promoting cicatrization masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικόν — ἐπουλωτικός promoting cicatrization masc acc sg ἐπουλωτικός promoting cicatrization neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικαῖς — ἐπουλωτικός promoting cicatrization fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικαί — ἐπουλωτικός promoting cicatrization fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικοῖς — ἐπουλωτικός promoting cicatrization masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικωτάτη — ἐπουλωτικός promoting cicatrization fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουλωτικῆς — ἐπουλωτικός promoting cicatrization fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)